- ενεχύριος
- ἐνεχύριος, -ον και ενεχυριμαῑος, -α, -ον (Α) [ενέχυρον]1. αυτός που δίδεται ή λαμβάνεται ως ενέχυρο2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐνεχύριον ή τὸ ἐνεχυριμαῑοντο ενέχυρο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐνεχύριον — ἐνεχύριος pledged masc/fem acc sg ἐνεχύριος pledged neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)